- πεδάγω
- πεδάγω,A = μετάγω, ἐνς τάξιν Schwyzer 89.16 (Argos, iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεδάγω — Α. (αιολ. τ.) μεταφέρω κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετάγω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. αντί μετάγω < πεδά* + ἄγω] … Dictionary of Greek